Η επιστροφή στα βασικά στην παρούσα συγκυρία αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία καθώς οι κάτοικοι του πλανήτη (με ελάχιστες εξαιρέσεις) βλέπουν τα όνειρά τους για ευημερία, με κιάλια. Ο σύγχρονος παράδεισος των μητροπόλεων μετατρέπεται αργά και σταθερά σε κόλαση επιβίωσης. Τα αδιέξοδα στοιβάζονται, και η πίεση μοιάζει να είναι ασφυκτική.
Μπροστά σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε, είτε θα αποφασίσουμε να δράσουμε συλλογικά, είτε θα απομονωθούμε. Εμείς επιλέξαμε καταρχάς το πρώτο. Κατά δεύτερον επικεντρωθήκαμε στη λογική μιας φυγόκεντρης επιλογής, εκτιμώντας πως η κατάσταση στις πόλεις βρίθει δυναμικής. Το κέντρο ασκεί μια έλξη ακαταμάχητη, η επικαιρότητα και ο παλμός της καρδιάς του “τέρατος” συναρπάζουν, αφήνοντας απέξω ένα τεράστιο κενό χώρο (και χρόνο). Αναζητήσαμε στη φύση ένα τέτοιο χώρο υποσχόμενο να δώσει υπόσταση σε ιδέες και πρακτικές, που ως τότε στροβιλίζονταν στα όρια της φαντασίας. Παράλληλα η διερεύνηση ενός ευρύτερου κοινωνικού πεδίου, αυτού που συνιστούν οι κάτοικοι της υπαίθρου, και η δραστηριοποίηση εντός αυτού τέθηκε σαν προϋπόθεση, λειτουργώντας ως αντίβαρο σε μια φαινομενική απομόνωση.
Το πρώην δασικό φυτώριο Φλαμουρίου ήταν ένα σημείο εκκίνησης για τα παραπάνω. Ένας δημόσιος χώρος εγκαταλειμμένος για χρόνια, μέσα στο επίσης δημόσιο (και εξίσου εγκαταλειμμένο) δάσος Φλαμουρίου, στο βουνό Βερτίσκος.
Η κατάληψη του συγκεκριμένου τμήματος γης προσέφερε το κατάλληλο έδαφος για τη δημιουργία του νέου μας ζωτικού χώρου. Σε ένα πεδίο ανεξερεύνητο όπου τίποτα δεν ήταν πια αυτονόητο, καταπιαστήκαμε στην πράξη με το ζήτημα της τροφής, της στέγης, της ενέργειας, επαναδιαπραγματευτήκαμε την σχέση μας με όλα τα βασικά. Χωρίς καμία λογική απόκτησης τίτλων ιδιοκτησίας αλλά με τη διάθεση αυτή η προσπάθεια να καταλήξει να αφορά κι άλλους ανθρώπους, ξεκινήσαμε σχεδόν από το μηδέν. Το σκεπτικό ήταν η δημιουργία μίας δομής ικανής να λειτουργεί ανεξάρτητα από τη δική μας παρουσία, ένα σημείο αναφοράς για όσους θέλουν να γνωρίσουν, να μοιραστούν την εμπειρία ή να εμπλακούν σε παρόμοιες περιπέτειες. Τα χαρακτηριστικά που τέθηκαν εξαρχής ήταν η αμεσοδημοκρατική λήψη αποφάσεων, η συλλογική οργάνωση της καθημερινότητας και η οργάνωση των οικονομικών στη βάση ενός κοινού ταμείου. Το εγχείρημα παραμένει ανοιχτό στη συμμετοχή οποιουδήποτε επιθυμεί να εμπλακεί στις διαδικασίες με την προϋπόθεση ότι θα σέβεται την ιδιαιτερότητα του μέρους καθώς και τη διαφορετικότητα των ανθρώπων που συνευρίσκονται σε αυτό.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, τα χρόνια που ακολούθησαν επιδιορθώθηκαν τα κτίρια που μας στεγάζουν, οι δεξαμενές και το δίκτυο νερού, εφαρμόστηκαν βιολογικές μέθοδοι καλλιέργειας, καταγράφθηκαν και μελετήθηκαν στοιχεία της οικολογίας της περιοχής, δημιουργήθηκε μια βιβλιοθήκη, τράπεζα σπόρων και δοκιμάστηκαν μια πληθώρα πρακτικών με γνώμονα μια συμβιωτική σχέση ανθρώπου-φύσης.
Συγχρόνως, θεωρώντας τους εαυτούς μας κομμάτι της τοπικής κοινωνίας επιχειρήσαμε να δραστηριοποιηθούμε και εκτός των ορίων της συγκεκριμένης δασικής έκτασης πραγματοποιώντας θερινές προβολές στο χωριό Βερτίσκος καθώς και μια εκδήλωση-παρουσίαση της ζωής στην αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα της Lakabe.
Κι ενώ όλα αυτά συνέβαιναν σπάζοντας λίγο-πολύ την μονοτονία αυτού του γερασμένου κόσμου, κάπου πιο μακριά από δω, κάποιοι πασχίζουν να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους. Το δασαρχείο έπειτα από δυόμισυ χρόνια, αδυνατώντας να εντάξει την παρουσία μας σε κάποιο νομότυπο πλαίσιο, αποφασίζει να κινηθεί επιθετικά, μεθοδεύοντας την απομάκρυνσή μας από το δάσος με πρόσχημα την προστασία του. Αυτός ο ξάγρυπνος δημόσιος υπηρέτης, έχοντας αναπτύξει το σύστημα τηλεπαθητικής προστασίας των δασών (κατευθείαν από το γραφείο) έχει την εξουσία να αποφασίζει για τον τρόπο και την έκταση επέμβασης σε ένα οικοσύστημα καθώς και να διώκει όποιον έχει διαφορετική άποψη επιβεβαιώνοντας τον αστυνομευτικό του ρόλο. Είναι κατανοητό ότι σε συνθήκες πλήρους απουσίας ελέγχου η ανθρώπινη δραστηριότητα θα είχε πιθανότατα ισοπεδώσει κάθε έννοια φυσικού οικοσυστήματος. Το παραπάνω επιχείρημα ωστόσο ενισχύει το ρόλο των μηχανισμών ελέγχου γεγονός που δε φαίνεται να ασκεί κάποια θετική επίδραση στο φυσικό περιβάλλον. Η λογική του συστήματος “διατήρησης-προστασίας” του δάσους που εφαρμόζεται από τις κατά τόπους δασικές υπηρεσίες, βρίσκει έδαφος επειδή “οι καταπατητές το απειλούν, επειδή οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να το προφυλάξουν, επειδή το δάσος δε ξέρει από μόνο του, χρειάζεται ειδικούς”, υπονοώντας ότι αυτοί -οι ειδικοί- θα αποφασίζουν πότε και πώς θα το καταστρέψουν, υποσχόμενοι πως οι αριθμοί σε στρέμματα θα παραμείνουν οι ίδιοι (γιατί το δάσος διατηρείται!). Ποιοτικά βέβαια δεν διευκρινίζεται αν το δάσος οξιάς είναι ίδιο με μια περιοχή αναδασωμένη με κυπαρίσσια. Ούτως ή άλλως για τον περισσότερο κόσμο το δάσος είναι απλά πράσινο…
Μας είναι ξεκάθαρο ότι ο φυσικός πλούτος προστατεύεται και διατηρείται μέχρι να θεωρηθεί απαραίτητη η εκμετάλλευσή του ως κερδοφόρα πηγή. Έτσι και το δάσος μπορεί να αντιμετωπίζεται άλλοτε σαν μια απέραντη δεξαμενή ξύλων, άλλοτε σαν πεδίο εξορύξεων ή σαν τουριστική επιχείρηση. Αυτοί που επισήμως το “προστατεύουν”, απλά εφαρμόζουν νόμους, κι αν τους ξεφεύγει και κανένα φιλετάκι κάτω από το τραπέζι δεν τους κρατάμε κακία, για κάποιων άλλων την τσέπη το κάνουν. Ούτως ή άλλως υπάρχει και το δικό μας παράδειγμα για να κάνουν το καθήκον τους με περίσσιο ζήλο.
Αντί λοιπόν να μπει κάποιος στη διαδικασία να προστατεύσει κάτι -το δάσος ας πούμε- θα έπρεπε πρώτα να μπει στη διαδικασία να το γνωρίσει, να το εκτιμήσει (όχι σαν απόδοση κέρδους), να συνδεθεί με αυτό, να το αγαπήσει. Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε πως το εγχείρημα που εξελίσσεται στο πρώην δασικό φυτώριο Φλαμουρίου κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Η ανθρώπινη παρουσία στα δάση δεν είναι εξ ορισμού συνώνυμη της εκμετάλλευσης, της αλλοίωσης και της καταστροφής. Διαφορετικά θα αναγκαζόμασταν να παραδεχτούμε ότι οι άνθρωποι πρέπει να αυτοεξοριστούνε στο τσιμεντένιο τους οικοσύστημα και να αφήσουν το δάσος στην ησυχία του.
Όχι μόνο δε συναινούμε σε αυτή τη λογική αλλά συνεχίζουμε να υπερασπιζόμαστε όσα έχουμε κάνει αναζητώντας και άλλους συνοδοιπόρους στην πορεία μας. Γιατί αντιλαμβανόμαστε το παρόν εγχείρημα σαν ζωντανό οργανισμό που λειτουργεί διαδραστικά με το δάσος μέσα από μια σχέση συμβίωσης και διαμορφώνεται από τους ανθρώπους που έρχονται σε αλληλεπίδραση μαζί του, προάγοντας σχέσεις συντροφικότητας, συνεργασίας και αλληλεγγύης. Γιατί το δάσος δεν είναι μουσείο να πληρώνουμε εισιτήριο για να μπαίνουμε κάθε σαββατοκύριακο χωρίς να αγγίζουμε τα εκθέματα. Γιατί απορρίπτουμε τους προκαθορισμένους τρόπους ζωής και τις προδιαγεγραμμένες από άλλους για εμάς πορείες και παίρνοντας τη ζωή στα χέρια μας, δημιουργούμε καταστάσεις και σχέσεις που αξίζει να βιωθούν. Σε αυτόν τον αγώνα για ζωή και όχι για επιβίωση προσδοκούμε να συναντηθούμε και με άλλους.
ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΥΣΕΙΟ
ΚΑΤΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΦΥΤΩΡΙΟ ΦΛΑΜΟΥΡΙΟΥ