ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ

ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ

Βρισκόμαστε σήμερα, με αφορμή τον καύσωνα και την καταστροφή μέρους της σοδειάς σιτηρών στη Ρωσία, μπροστά στην επανάληψη αυτού που το 2008 ονομάστηκε επισιτιστική κρίση;

Είναι στην πραγματικότητα η έλλειψη τροφίμων και οι δραματικές αυξήσεις των τιμών τους, αποτέλεσμα φυσικών καταστροφών ή μήπως πρέπει να αναζητήσουμε τις αιτίες στη δομική λειτουργία του καπιταλισμού και της εμπορευματοποίησης της παραγωγής της τροφής;

Αποτελεί ο έλεγχος της τροφής από ολοένα μικρότερο αριθμό πολυεθνικών εταιρειών, έλεγχο του κεφαλαίου πάνω στις κοινωνίες;

Ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες της διατροφικής εξάρτησης σε κοινωνίες που βρίσκονται στην περιδίνηση της κρίσης, όπως είναι αυτή την περίοδο η Ελλάδα;

Καταρχάς, θα θέλαμε να πούμε ότι η Διατροφική Αυτάρκεια μιας κοινωνίας δεν έχει να κάνει με ένα ολοκληρωτικά κλειστό κύκλωμα παραγωγής, στο οποίο μια κοινωνία καταναλώνει μονάχα ό,τι παράγει, χωρίς κανενός είδους ανταλλαγές με άλλες κοινωνίες. Έχει όμως να κάνει με το ότι η συγκεκριμένη κοινωνία δεν εξαρτάται για την επιβίωσή της από αυτού του είδους τις ανταλλαγές. Ότι έχει την ικανότητα να παράγει –με βασικό γνώμονα τις ανάγκες της ίδιας της κοινωνίας και όχι τα συμφέροντα των εταιρειών– τα βασικά είδη διατροφή της και δεν είναι αναγκασμένη να εισάγει προϊόντα που θα μπορούσε να παράγει η ίδια.

Ο παραλογισμός των επισιτιστικών κρίσεων και των δραματικών αυξήσεων των τιμών των τροφίμων σκόπιμα κρύβεται πίσω από φυσικές καταστροφές και από κακές σοδειές, ενώ θα έπρεπε κάνεις να ψάξει αλλού για να βρει τα πραγματικά τους αίτια. Είναι χαρακτηριστικό ότι εν μέσω του καλοκαιρινού καύσωνα στη Ρωσία, που συνέβαλε στις μεγάλες πυρκαγιές και την καταστροφή μέρους της σοδειάς, ξεκίνησε στην Ε.Ε. μια κούρσα αύξησης στις τιμές των σιτηρών: Το σιτάρι σημείωσε άνοδο 70% ξεπερνώντας τα 230 ευρώ ανά τόνο, την ίδια στιγμή που η Ε.Ε. εισάγει λιγότερο από 1 εκατομμύριο τόνους σιτηρών από τη Ρωσία και η εσωτερική της παραγωγή ανέρχεται σε 280-300 εκατομμύρια τόνους. Στην πραγματικότητα, η επίπτωση από το ρωσικό εμπάργκο στις εξαγωγές σιταριού θα έπρεπε να είναι μηδαμινή.

Το 2008 σημαδεύτηκε από μια σειρά λαϊκών εξεγέρσεων οι οποίες οφείλονταν στις αυξήσεις των τιμών των τροφίμων. Εκείνη τη χρονιά η τιμή του σταριού αυξήθηκε 130%, η τιμή του ρυζιού διπλασιάστηκε στην Ασία και η τιμή του καλαμποκιού αυξήθηκε υπέρογκα στο Μεξικό. Αποτέλεσμα ήταν εξεγέρσεις στην Αϊτή, το Καμερούν, το Μπαγκλαντές, την Αίγυπτο και αλλού.

Οι λαϊκές εξεγέρσεις λόγω της αύξησης των τιμών των τροφίμων δεν είναι κάτι σπάνιο:

1984: Στην Τυνησία ξεσπούν γενικευμένες ταραχές εξαιτίας της αύξησης της τιμής του ψωμιού με πρωταγωνιστές τους άνεργους νέους.

1989: Στο Καράκας της Βενεζουέλας ο στρατός εισβάλει στις παραγκουπόλεις που είχαν εξεγερθεί λόγω της αύξησης της τιμής του ψωμιού κατά 200% και δολοφονεί 1000 ανθρώπους.

1990: Στο Περού ο κόσμος εξεγείρεται μετά από αύξηση της τιμής του ψωμιού 12 φορές μέσα σε μια νύχτα κάτω από τις επιταγές του ΔΝΤ και καταστέλλεται άγρια από το στρατό.

Αυτά είναι μόνο μερικά επεισόδια από την μακριά αλυσίδα των εξεγέρσεων των πεινασμένων.

Από τη δεκαετία του ’50 με την «πράσινη επανάσταση» αλλάζει το μοντέλο παραγωγής προϊόντων. Στη δεκαετία του ’70 η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ επιβάλλουν στις αναπτυσσόμενες χώρες το ελεύθερο εμπόριο στα αγροτικά προϊόντα. Η επιβολή αυτή συστηματοποιήθηκε τη δεκαετία του ’90 με τη δημιουργία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και μέσω των επενδυτικών και διμερών συμφωνιών για το ελεύθερο εμπόριο, που οδήγησαν στην άρση κάθε μέτρου προστασίας των τοπικών παραγωγών.

Η ΠΤ, σε αγαστή συνεργασία με τις τοπικές οικονομικές και πολιτικές ελίτ, προκειμένου να δανείσει τις χώρες που “πέφτουν” στα χέρια της, απαιτεί την άρση των εμπορικών δασμών στα εισαγόμενα διατροφικά είδη, οδηγώντας τους μικρούς τοπικούς παραγωγούς στην χρεωκοπία, καταστρέφοντας την τοπική αγροτική οικονομία και υπονομεύοντας τη διατροφική αυτάρκεια. Το Μαλάουι, η Ζιμπάμπουε, η Ρουάντα, η Κένυα, ήταν χώρες αυτάρκεις σε τροφή μέχρι που αναγκάστηκαν να εφαρμόσουν τις πολιτικές του ΔΝΤ. Οι παραγωγοί ωθούνταν να εγκαταλείψουν την καλλιέργεια τροφίμων και να στραφούν σε σοδιές «υψηλής εμπορευματικής απόδοσης» για εξαγωγές, οδηγούμενοι πολλές φορές στην απώλεια ακόμα και της προσωπικής τους διατροφικής αυτάρκειας (με «παράπλευρη» την απώλεια του 75% της παγκόσμιας αγροτικής ποικιλότητας μέσα στον 20ό αιώνα). Οι χώρες αυτές οδηγούνταν στην εξάρτηση από την εισαγωγή αγροτικών προϊόντων και από την «ανθρωπιστική βοήθεια» που αποτελεί μια ακόμα μορφή εξάρτησης από τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Ταυτόχρονα, μέσω των πολυεθνικών εταιρειών παραγωγής σπόρων και φυτοφαρμάκων, αλλά και μέσω προγραμμάτων δανείων για τον «εκσυγχρονισμό» των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, η θηλιά του χρέους μπήκε για τα καλά στο λαιμό των μικρών παραγωγών, αφαιρώντας τους κάθε ανεξαρτησία, οδηγώντας τους πολλές φορές ακόμα και στην απώλεια της γης τους. Είναι χαρακτηριστικό πως στόχος της ΠΤ, όπως αναφέρει και ο πρόεδρός της R. Zollick, είναι ο διπλασιασμός των δανείων στους αφρικανούς γεωργούς.

Η απόδοση των επισιτιστικών κρίσεων στην έλλειψη των τροφίμων, τις φυσικές καταστροφές και τον «υπερπληθυσμό», δεν είναι παρά μια συστηματική προπαγάνδα που συνδέεται με την απόκρυψη της προσπάθειας για τον καθολικό έλεγχο της παγκόσμιας αγροτικής παραγωγής από το διεθνές κεφάλαιο και τον προσανατολισμό της σε εκείνα τα προϊόντα-εμπορεύματα (μονοκαλλιέργειες, βιοκαύσιμα, ζωοτροφές, εξαγώγιμα προϊόντα κλπ) και εκείνες της μορφές παραγωγής (ΓΤΟ, βιομηχανοποιημένη-συγκεντρωτική παραγωγή, αγροχημικά κλπ) που μπορούν να αποδώσουν το μέγιστο κέρδος αδιαφορώντας πλήρως για τις ανάγκες των πληθυσμών.

Στην πραγματικότητα, η παγκόσμια προσφορά τροφίμων είναι παραπάνω από επαρκής για να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες όλου του πληθυσμού της γης, όμως 1 δισ. άνθρωποι υποσιτίζονται, από τους όποιους πάνω από το 60% ζει στην υποσαχάρια Αφρική και την Νότιο Ασία, και τα 845 εκατομμύρια είναι μικροκαλλιεργητές. Αυτό είναι άμεσα συνδεδεμένο όχι με την έλλειψη των τροφίμων αλλά με το ότι στον ανεπτυγμένο κόσμο η διατροφή απορροφά το 10-20% του εισοδήματος των ανθρώπων, ενώ στις πιο φτωχές χώρες απορροφά έως και το 90% του εισοδήματός τους. Και ενώ μεταξύ 2000-2006 η αύξηση της ζήτησης των δημητριακών ήταν 6%, η τιμή τους αυξήθηκε κατά 50%.

Το γεγονός ότι μια χώρα παράγει περισσότερα τρόφιμα από όσα χρειάζεται δεν σημαίνει και ότι τρέφει καλύτερα τον πληθυσμό της. Οι ΗΠΑ παράγουν 40% περισσότερα τρόφιμα από όσα χρειάζεται ο πληθυσμός, αλλά 26 εκατομμύρια αμερικάνοι επιβιώνουν μόνο με τα συσσίτια και τις φιλανθρωπίες. Η Ινδία έχει πλεόνασμα σιταριού, αλλά το 50% των παιδιών υποσιτίζεται όπως και δεκάδες εκατομμύρια ενηλίκων.

Η τεχνητή έλλειψη των τροφίμων και η αύξηση των τιμών τους που οδηγούν στις επισιτιστικές κρίσεις, αντίθετα από ό,τι διατυμπανίζουν τα Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης, σχετίζονται άμεσα με την καπιταλιστικοποίηση της παγκόσμιας αγροτικής παραγωγής που οδηγεί τις τοπικές κοινωνίες να χάνουν τη διατροφική τους αυτάρκεια και ο έλεγχος της παραγωγής και της διάθεσης των αγροτικών προϊόντων να περνάει στα χέρια των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Η ίδια η αγροτική εκβιομηχάνιση, ως τμήμα της εντατικοποίησης της γεωργίας στο πλαίσιο της εμπορευματικής παραγωγής, σημαίνει μια τεράστια συγκεντροποίηση σε όλα τα στάδια (παραγωγή, διανομή, κατανάλωση), μία συγκεντροποίηση που καταλήγει αναπόφευκτα στον έλεγχο της διατροφής του παγκόσμιου πληθυσμού:

  • 30 πολυεθνικές ελέγχουν το 1/3 των επεξεργασμένων τροφών
  • 5 ελέγχουν το 75% του διεθνούς εμπορίου σιτηρών
  • 6 διευθύνουν το 75% της παγκόσμιας αγοράς παρασιτοκτόνων
  • 2 ελέγχουν το 50% της παγκόσμιας παραγωγής μπανάνας
  • 3 εμπορεύονται το 85% της παγκόσμιας παραγωγής τσαγιού

Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά το 2007 η Monsanto αύξησε τα κέρδη της κατά 44% και η Cargill κατά 30%.

Τα τελευταία χρόνια ένας ακόμα παράγοντας έρχεται να εντείνει το πρόβλημα της διατροφικής αυτάρκειας σε διάφορα μέρη του πλανήτη. Τεράστιες εκτάσεις γόνιμων εδαφών σε διάφορες χώρες αγοράζονται από ιδιωτικά ή κρατικά κεφάλαια άλλων χωρών και αξιοποιούνται για τις δικές τους ανάγκες ή παραμένουν αναξιοποίητα ως «παραγωγική εφεδρεία» ανάλογα με τις οικονομικές στρατηγικές που χαράζουν οι οικονομικοί μάνατζερ, αφαιρώντας αγροτικούς πόρους από τις τοπικές κοινωνίες και επεκτείνοντας ακόμα πιο πολύ το μοντέλο της μεγάλης κλίμακας εταιρικής παραγωγής τροφίμων και με βασικό στόχο τις εξαγωγές:

  • Η Κίνα εξασφάλισε στη δημοκρατία του Κονγκό την εκμετάλλευση 2.800.000 εκταρίων, όπου θα εγκαταστήσει τη μεγαλύτερη φυτεία φοίνικα στον κόσμο (το φοινικέλαιο χρησιμοποιείται ως βιοκαύσιμο).
  • Ο Φίλιπ Χάιμπεργκ, πρόεδρος του νεοϋορκέζικου ταμείου επενδύσεων ενοικίασε 400.000 εκτάρια στο νότιο Σουδάν.
  • Η κυβέρνηση της Αιθιοπίας έχει παραχωρήσει σε ιδιωτικά και κρατικά κεφάλαια από τη Σαουδική Αραβία και την Ινδία 600.000 εκτάρια αγροτικής γης και ετοιμάζεται να βγάλει στο σφυρί άλλα 3.000.000 εκτάρια.
  • Τα δυο τελευταία χρόνια 20.000.000 εκτάρια γης σε τουλάχιστον 30 χώρες και κυρίως στην Αφρική πουλήθηκαν ή νοικιάστηκαν για περιόδους από 30 έως 100 χρόνια. Ανάμεσα στις χώρες όπου οι ξένες εταιρείες ή κράτη αποκτάνε τον έλεγχο της γης είναι: Πακιστάν, Καμπότζη, Φιλιππίνες, Μαδαγασκάρη, Κένυα, Σουδάν, Αιθιοπία.

Τέλος, ένας ακόμα παράγοντας για τη διατροφική κρίση είναι η εισαγωγή των τροφίμων στη χρηματιστηριακή αγορά και τα κερδοσκοπικά παιχνίδια που γίνονται σε αυτή. Οι τιμές των σιτηρών και των άλλων τροφίμων αυξάνονται τεχνικά από κερδοσκοπικές κινήσεις μεγάλης κλίμακας στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων. Οι συμβαλλόμενοι μπορεί να επενδύσουν σε δείκτες εμπορευμάτων ρυθμίζοντας έτσι υπό τη μορφή τζόγου τη γενική ανοδική ή καθοδική πορεία των τιμών. Πολλές φορές αυτός ο παράγοντας προβάλλεται επιλεκτικά από τα ΜΜΕ, ως βασικός για τη διατροφική κρίση, όπως άλλωστε τα κερδοσκοπικά κεφάλαια σε σχέση με τη συνολική κρίση. Προφανώς αυτή η προβολή έχει να κάνει με την καταδίκη των «κακών κερδοσκοπικών κεφαλαίων» και την απενοχοποίηση του «υγιούς παραγωγικού καπιταλισμού».

ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ, ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΑ

Αν σήμερα στην Ελλάδα όλοι μιλάμε για (και βιώνουμε) την οικονομική κρίση και τις επιπτώσεις που έχει στην κοινωνία, και κυρίως στα λαϊκά στρώματα, η πολιτική του μνημονίου με τη συμπίεση του εργατικού εισοδήματος και την ιδιωτικοποίηση των κρατικών υποδομών, δεν φαίνεται να έχουμε συνειδητοποιήσει καθόλου τον ρόλο που μπορεί να παίξει μέσα σε αυτή τη συγκυρία η διατροφική εξάρτηση στην οποία βρίσκεται σήμερα η ελληνική κοινωνία. Ζούμε σε μια χώρα που το 40% των διατροφικών της αναγκών καλύπτεται από εισαγωγές, που ο αγροτικός παραγωγικός ιστός είναι είτε διαλυμένος είτε προσανατολισμένος στην εμπορευματική γεωργία και εξαρτημένος άμεσα από τις επιδοτήσεις της ΕΕ (δηλαδή των δανειστών του ελληνικού κράτους). Βρισκόμαστε μπροστά σε μια ακόμα αγροτική αναδιάρθρωση που θα οδηγήσει στην εξολοκλήρου επιχειρηματική γεωργία.

Μέσα σε 30 χρόνια η Ελλάδα από εκεί που είχε θετικό εμπορικό ισοζύγιο βρέθηκε σήμερα να εισάγει το 40% των τροφίμων που καταναλώνει.

Οι ντόπιες ποικιλίες έχουν εκτοπιστεί από τα χωράφια και τους μπαξέδες, και έχουν επικρατήσει, σχεδόν ολοκληρωτικά, λίγες βελτιωμένες ποικιλίες ανά είδος και ορισμένα υβρίδια. Μέχρι τη δεκαετία του ’50 στην Ελλάδα καλλιεργούνταν 111 ντόπιες ποικιλίες μαλακού, 139 σκληρού σιταριού, 99 κριθαριού, 294 καλαμποκιού και 39 βρώμης. Από αυτές δεν έχει διασωθεί πάνω από 2-3%. Πρόκειται για ποικιλίες που είχαν για αιώνες προσαρμοστεί στις συνθήκες κάθε περιοχής και για αυτό είχαν μεγάλη αντοχή σε ασθένειες και μικρές απαιτήσεις σε νερό ή φυτοφάρμακα. Αυτές λοιπόν έχουν δώσει πια τη θέση τους σε «βελτιωμένες» ποικιλίες που θέλουν πιο πολύ νερό, φυτοφάρμακα, λιπάσματα.

Ο κυρίως όγκος των επιδοτήσεων της ΚΑΠ ευνόησε τις μεγάλες καλλιέργειες (βαμβάκι, τεύτλα, σιτηρά, βιομηχανική ντομάτα, ροδάκινα, καπνά). Η εντατικοποίηση των καλλιεργειών έγινε σε βάρος του φυσικού περιβάλλοντος, με εξάντληση των υδάτινων πόρων και σε βάρος της ποιότητας των προϊόντων. Η παραγωγή εξελίχθηκε σε κυνήγι των επιδοτήσεων και σε αδιαφορία για τα δεδομένα της πραγματικής σχέσης της παραγωγής με την κατανάλωση. Στις πεδινές εκτάσεις της Θεσσαλίας και άλλων περιοχών η παραγωγή βασίστηκε στην εντατικοποίηση, τη μονοκαλλιέργεια, στην αύξηση των βιομηχανικών εισροών (εκμηχάνιση, αγροχημικά), την αυξημένη χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων με αποτέλεσμα τη ρύπανση και την εξάντληση των υδάτων και του εδάφους. Ταυτόχρονα, η επιβολή ποσοστώσεων στην παραγωγή των αγροτικών προϊόντων οδήγησε στην εισαγωγή μιας σειράς προϊόντων τα οποία ωστόσο θα μπορούσαν να παράγονται στη χώρα. Μέσω των επιδοτήσεων οι αγρότες στράφηκαν σε συγκεκριμένες καλλιέργειες για να φτάσουν σήμερα να επιλέγουν την εγκατάλειψη της παραγωγής αφού επιδοτούνται άσχετα με το εάν παράγουν ή όχι (φυσικά αυτό μέχρι το 2013 οπότε και τελειώνει κάθε μορφή επιδότησης).

Το 1992 με την αναθεώρηση της ΚΑΠ έγινε μείωση της τιμής ορισμένων αγροτικών προϊόντων και για αντιστάθμισμα χορηγήθηκαν στους αγρότες εισοδηματικές ενισχύσεις ανά καλλιεργήσιμο στρέμμα ή εκτρεφόμενο ζώο.

Το 1994 η ΕΕ προχωράει σε νέα μείωση της στήριξης της αγροτικής παραγωγής.

Με την ANGENDA του 2000 διευρύνθηκε η συγκεκριμένη πολιτική για περαιτέρω μείωση των εγγυημένων τιμών των παραγόμενων προϊόντων και αντικατάστασή τους από τις στρεμματικές ενισχύσεις.

Το 2003 εισάγεται η Ενιαία Αποδεσμευμένη Ενίσχυση, η οποία αντικαθιστά τις περισσότερες ενισχύσεις (ανά κιλό, ανά στρέμμα, ή ανά ζώο) και χορηγείται άσχετα προς το ύψος και το είδος παραγωγής, καθορίζεται όμως από τις στρεμματικές αποδόσεις των προηγούμενων ετών που είχε ο κάθε παραγωγός.

Αυτές οι αναδιαρθρώσεις και το παιχνίδι με τις επιχορηγήσεις είχε ως αποτέλεσμα την τεράστια μείωση της αγροτικής παραγωγής στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

(σε χιλιάδες τόνους)

προϊόν Έτος 2000 Έτος 2006 διαφορά
Ρύζι 169.000 174.000 +5.000
Στάρι μαλακό 408.000 251.000 -157.000
Στάρι σκληρό 1.450.000 1.219.000 -231.000
Καλαμπόκι 1.850.000 1.710.000 -140.000
Καπνός 125.000 25.000 -95.000
Βαμβάκι 1.235.000 850.000 -385.000
Ντομάτα βιομ. 1.149.000 800.000 -349.000
Ζαχαρότευτλα 3.146.000 1.600.000 -1.546.000
Ελαιόλαδο 430.000 370.000 -60.000
Λεμόνια 139.000 37.000 -102.000
Πορτοκάλια 903.000 880.000 -23.000
Μήλα 309.000 263.000 -43.000
Ροδάκινα 1.020.000 700.000 -320.000
Κρέας σύνολο 492.000 464.000 -28.000
Κρέας Αιγοπρόβιο 123.000 111.200 -12.100
Κρέας βοδινό 61.000 61.700 +700
Γάλα σύνολο 1.896.000 1.866.000 -30.000
Γάλα Αιγοπρόβιο 1.106.800 1.115.000 +8.600
Γάλα Αγελαδινό 789.000 750.2ΟΟ -38.800

Ταυτόχρονα, εισάγουμε κρεμμύδια από την Ινδία, λεμόνια-πορτοκάλια από τη Ν. Αφρική, δαμάσκηνα και αχλάδια από τη Χιλή, φακές από τον Καναδά, φασόλια από την Κίνα, ρεβίθια από το Μεξικό, φιστίκια Αίγινας από την Τουρκία, μπάμιες-φασολάκια-πατάτες από την Αίγυπτο. Μειώσαμε την παραγωγή ζαχαρότευτλων… για να εισάγουμε 200.000 τόνους ζάχαρη. Για την εισαγωγή σιτηρών δαπανούμε 250 εκατομμύρια ευρώ, την ίδια στιγμή που 150.000 μικρομεσαίοι αγρότες εγκατέλειψαν την παραγωγική διαδικασία. Το ποσοστό των αγροτών στο σύνολο του οικονομικά ενεργού πληθυσμού μειώνεται συνεχώς, από 31% που ήταν το 1981 στο 9,5% το 2009.

Οι αγρότες είναι ουσιαστικά οι αποδέκτες των τιμών των αγροτικών προϊόντων που διαμορφώνουν οι μεταπράτες και τα καρτέλ των βιομηχανιών μεταποίησης. Οι καταναλωτές πληρώνουν τιμές 4-6 φορές μεγαλύτερες από αυτές που εισπράττουν οι παραγωγοί: το λάδι πληρώνεται στον παραγωγό 2 ευρώ για να φτάσει στον καταναλωτή 5 ευρώ, το στάρι πληρώνεται στον παραγωγό 0,14 ευρώ το κιλό για να φτάσει στον καταναλωτή γύρω στα 2 ευρώ, το αγελαδινό γάλα πληρώνεται στον παραγωγό 0,40 λεπτά για να φτάσει στον καταναλωτή 1,20 ευρώ.

Τα 2/3 των πρωτοβάθμιων αγροτικών συνεταιρισμών δεν ασκούν καμία δραστηριότητα, πέραν της εκλογής της συνδικαλιστικής ηγεσίας, ενώ μια σειρά από συνεταιριστικές βιομηχανίες όπως η ΑΓΝΟ, η ΟΛΥΜΠΟΣ, η ΡΟΔΟΠΗ χρεοκόπησαν ή πουλήθηκαν σε ιδιώτες (την ίδια μοίρα θα έχει σε λίγο και η ΔΩΔΩΝΗ).

Το νέο μοντέλο αγροτικής παραγωγής που προωθείται από το κεφάλαιο μέσω της ΕΕ και της ελληνικής κυβέρνησης θεωρεί ότι το βασικό διαθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής γεωργίας είναι η κατακερματισμένη αγροτική ιδιοκτησία (ο μέσος όρος είναι μικρότερος από 50 στρέμματα όταν στην ΕΕ είναι στα 160 στρέμματα), που καθιστά την επιχειρηματική ανασυγκρότηση σχεδόν αδύνατη. Θέτει ως στόχο την επιχειρηματική αγροτική παραγωγή, που δεν θα βασίζεται ούτε στον ατομικό αγρότη ούτε στους αγροτικούς συνεταιρισμούς, αλλά στην αγροτική ανώνυμη εταιρεία, στην οποία οι κάτοχοι του κλήρου δεν θα είναι πλέον ανεξάρτητοι ή συνεταιρισμένοι παραγωγοί αλλά μέτοχοι. Το βασικό όπλο για αυτή τη νέα αναδιάρθρωση θα είναι η αντικατάσταση των κοινοτικών επιδοτήσεων και των χρηματοδοτήσεων από την Αγροτική Τράπεζα, από την τραπεζική χρηματοδότηση με νέα «ευέλικτα χρηματοπιστωτικά εργαλεία».

Μια τέτοιου τύπου αναδιάρθρωση θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη συγκεντροποίηση του συνολικού παραγωγικού δικτύου γύρω από την τροφή (ήδη σήμερα 7 μύλοι διακινούν το 70% των αλεύρων στη χώρα) και την εξάρτηση της διατροφής του πληθυσμού από αυτές τις εταιρείες, στη ρύπανση και την εξάντληση εδαφών και υδάτων στις εκμεταλλεύσιμες εκτάσεις, καθώς και στην ερημοποίηση των αγροτικών εκτάσεων που δεν θα είναι κατάλληλες για αυτού του τύπου την εκμετάλλευση.

ΕΜΕΙΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

Η διατροφική εξάρτηση της χώρας θα συμβάλει ακόμα πιο πολύ στην οικονομική ανέχεια κομματιών της κοινωνίας, αλλά μπορεί να αποτελέσει ταυτόχρονα μοχλό κοινωνικής πειθάρχησης και απομόνωσης ριζοσπαστικών πολιτικών εγχειρημάτων και προοπτικών. Σε αντίθεση με αυτή την κατεύθυνση, αποκτά επιτακτικό χαρακτήρα η συνειδητοποίηση από κομμάτια της κοινωνίας και του αντικαπιταλιστικού πολιτικού ρεύματος της κρισιμότητας του ζητήματος της διατροφικής αυτάρκειας και του ελέγχου της τροφής και η ανάληψη πρωτοβουλιών σε σχέση με την ανάκτησή τους από τις τοπικές κοινωνίες, έξω από το πλαίσιο της εταιρικής παραγωγής και αμφισβητώντας παράλληλα περισσότερο και αμεσότερα την ίδια την εμπορευματική παραγωγή της τροφής.

Οι μορφές της κοινωνικής αντίστασης απέναντι στον ολοκληρωτικό έλεγχο της τροφής και της παραγωγής της από το κεφάλαιο περνάνε μέσα από μια σειρά δομών που αμφισβητούν τους τρόπους παραγωγής και τα κριτήρια που βάζει η καπιταλιστική οικονομία. Μερικές από αυτές θα μπορούσαν να είναι:

  • Ίδρυση δικτύων μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών που βασίζονται στην αμοιβαιότητα και την εμπιστοσύνη σε σχέση με την ποιότητα και τις τιμές των προϊόντων. Πρόκειται για μικρά και διαφανή, εύκολα διαχειρίσιμα δίκτυα όπου όλοι γνωρίζονται και οδηγούν στην παράκαμψη των μεσαζόντων.
  • Δημιουργία κολεκτιβίστικων δομών αγροτικής παραγωγής από τους ίδιους τους αγρότες και προσπάθεια διακίνησης των προϊόντων τους έξω από τα εταιρικά κυκλώματα σε άμεση συνεργασία με κοινωνικά δίκτυα και κινήματα στα αστικά κέντρα.
  • Καταλήψεις κρατικής και εκκλησιαστικής γης από κινήματα ανέργων σε μια προσπάθεια αυτοαξιοποίησης της παραγωγικής τους δυνατότητας.
  • Καταλήψεις γης και καλλιέργειά της μέσα στα αστικά κέντρα από κινήματα γειτονιάς, ώστε να ενισχυθούν άνθρωποι που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης.
  • Ανασύσταση της αγροτικής παραγωγής στις ημιορεινές και ορεινές περιοχές, με συλλογικές αγροτικές καλλιέργειες που βασίζονται στην αξιοποίηση των τοπικών ποικιλιών, των ντόπιων σπόρων, τη βιολογική καλλιέργεια, στην ποικιλία των παραγόμενων προϊόντων.

Η ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΕΓΙΝΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΙΝΟ ΤΟΠΟ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ 17ης ΟΙΚΟΓΙΟΡΤΗΣ ΠΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ ΤΡΙΤΣΗ 30 ΟΚΤΩΜΒΡΙΟΥ – 3 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *